- αποσυριζω
- ἀποσυρίζωἀπο-σῡρίζω1) свистеть, посвистывать HH.2) pass. насвистываться, т.е. раздаваться (о птичьем пении)
(ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσυρίζω — ἀποσυρίζω (Α) 1. σφυρίζω αμέριμνα 2. ( ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»] … Dictionary of Greek
ἀποσυριεῖς — ἀποσυρίζω whistle aloud fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποσῡριεῖς , ἀποσυρίζω whistle aloud fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρίζων — ἀποσυρίζω whistle aloud pres part act masc nom sg ἀποσῡρίζων , ἀποσυρίζω whistle aloud pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσυρίζετο — ἀπεσῡρίζετο , ἀποσυρίζω whistle aloud imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρίττεσθαι — ἀποσῡρίττεσθαι , ἀποσυρίζω whistle aloud pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)